top of page

Η ζωή ενός Χαρτιού Υγειάς στα χρόνια του Κορονοϊού

Updated: Mar 7, 2021

ένα διήγημα της Κατερίνας Σαμαρά από τη συλλογή Έκατσα σπίτι


Καθόταν χρόνια μαζί με την οικογένειά του μέσα στο πακέτο τους περιμένοντας ποιος θα τους διαλέξει. Ήξερε, κυλούσε από γενιά σε γενιά σαν μύθος πια, πως θα νιώσει αυτή την αλλαγή με μια απότομη κίνηση, έναν σεισμό. Και μετά η ζωή του θα άλλαζε… Θα περνούσε μέρες κλεισμένος με την οικογένειά του σ’ ένα ντουλάπι κάτω από έναν νιπτήρα. Σιγά σιγά θα συνήθιζε να ζει σε μια μόνιμη αγωνία, θ’ άκουγε κάθε μέρα τον αφέντη του να λειτουργείται και συγγενείς του να χρησιμοποιούνται και να φεύγουν για το ταξίδι χωρίς επιστροφή, αυτό που αρχίζει από τον κάδο, παρέα με άλλους χεσμένους και κατουρημένους φίλους και συγγενείς και στη συνέχεια σε μια χωματερή, να σιγολιώνει στη βροχή και στον ήλιο μέχρι ν’ αρχίσει το σάπισμα…

Τον τελευταίο καιρό καταλάβαιναν όλοι ότι υπήρχε μια κινητικότητα μεγαλύτερη από τα συνηθισμένα. Δεν ’ξέραν, καθώς δεν καταλάβαιναν καλά τη γλώσσα των ανθρώπων, αλλά τελευταία άκουγαν συνεχώς μια λέξη παράξενη: Κορονοϊός. Κι όσο αυτή η λέξη ακουγόταν πιο συχνά, τόσο πιο πολλοί γείτονες έφευγαν μέσα στα πακέτα τους και πλησίαζε η δική του ώρα. Το ’ξεραν.

Τα κουτσομπολιά και οι εικασίες άρχισαν να δίνουν και να παίρνουν μεταξύ τους και με τους γείτονες. Οι μέρες μέσα στο πακέτο περνούσαν πια πιο γρήγορα. Τα φώτα του σούπερ-μάρκετ άναβαν κι έσβηναν και αυτοί κάθε φορά έβλεπαν περισσότερο φως, περισσότερο ταβάνι και περισσότερες σκιές που περνούσαν από δίπλα τους κι έφευγαν μέσα σ’ έναν πανικό πρωτόγνωρο.

Είχε όμως και τα καλά της αυτή η ιστορία. Ποτέ δεν είχαν ξαναδεί τόσο ταβάνι, πάντα κάποιο άλλο πακέτο τους πλάκωνε, ενώ τώρα ο μικρός της οικογένειας, που ήταν πάνω πάνω, περνούσε τις μέρες του απολαμβάνοντας το φως. Ήξερε πως θα τελείωνε απότομα αυτή η άκακη απόλαυση αλλά δεν τον ένοιαζε. Ήθελε να το νιώσει για όσο περισσότερο γινόταν. Τα νέον χτυπούσαν το πλαστικό που τον προστάτευε από τον έξω κόσμο και το πλαστικό ανέδυε μια μυρωδιά πρωτόγνωρη για τον ίδιο, που τον απωθούσε αλλά ταυτόχρονα τον ηρεμούσε. Ήταν η μυρωδιά του σπιτιού του.

Κι έφτασε η ώρα… Στην αρχή, ξεκίνησε με μια βουή που όσο πλησίαζε γινόταν και πιο καθαρή. Ήταν η φωνή μιας γυναίκας που μιλούσε με πανικό στον άντρα της.

«Δεν καταλαβαίνεις; Θα μείνουμε αποκλεισμένοι μέσα στο σπίτι για έναν μήνα! Μία φορά να σου φτιάξω το πικάντικο χωριάτικο λουκάνικο που πήγες και μας έφερες, θα χρειαστείς ένα πακέτο στην καθισιά σου… Άρα παίρνε! Παίρνε και μη μιλάς! Που θα μου πεις εσύ εμένα τι χρειάζεται ένα σπίτι! Που ανάθεμα κι αν ξέρεις που φυλάω τα χαρτιά υγείας! Μια ζωή τουρίστας σ’ αυτό το σπίτι! Ούτε πού είναι τα ποτήρια δεν έχεις μάθει τόσα χρόνια! Θα πεθάνω και δεν θα μπορείς να πιες ούτε ένα ποτήρι νερό! Κι άλλο! Τι με κοιτάς, χριστιανέ μου; Πάρε κι άλλο!»

Ήταν ενοχλητική αυτή η φωνή, ιδίως ο τόνος της, και ακόμα πιο ενοχλητικά τα χρωματιστά ψεύτικά νύχια της που κουνιόντουσαν από πάνω τους σαν γεράκια που γύρισαν απ’ το πανηγύρι του χωριού κι έτσι όπως άστραφταν τα στρασάκια τους στα νέον τους τύφλωναν και τους ζάλιζαν. Μια αίσθηση κακιάς ντίσκο δημιουργήθηκε στα στομάχια ολονών που κοιτούσαν και περίμεναν την ώρα τους. Ήξεραν πως είχε φτάσει. Ένιωθαν τους γείτονες σιγά σιγά να φεύγουν και το πακέτο τους έχανε τη σταθερότητα που είχε. Τα νύχια συνέχισαν να πηγαινοέρχονται κι η φωνή δεν έλεγε να σταματήσει. Μακάρι να καταλάβαιναν τι έλεγε, να ’ξεραν το γιατί, να μπορούσαν…

Έγινε σε δευτερόλεπτα. Ο κόσμος σκοτείνιασε απότομα, καθώς ο άντρας στάθηκε από πάνω τους, και ξαφνικά ανυψώθηκαν τόσο απότομα που ένιωσαν τα στομάχια τους να κολλούν στην πλάτη τους και διένυσαν μια εντυπωσιακή τροχιά μέχρι που χτυπήθηκαν όλοι μαζί στο κρύο μέταλλο του καροτσιού. Σαν να μην έφτανε αυτό, το πακέτο άρχιζε να δέχεται χτυπήματα απ’ τα χέρια του άντρα που προσπαθούσαν να το στριμώξουν ανάμεσα σε όλα τα άλλα αντικείμενα που είχε βάλει ήδη στο καρότσι. Στην άλλη άκρη του καροτσιού είδαν τους πρώην γείτονές τους. Προς στιγμή, ένιωσαν μια ανακούφιση. Δεν ήταν μόνοι. Τα χτυπήματα συνεχίζονταν όμως κι όταν σταμάτησαν ο άντρας άρχισε να σπρώχνει το καρότσι και οι εικόνες γύρω τους στροβιλίζονταν. Κάθε τρεις και λίγο η πορεία τους σταματούσε απότομα, καινούργια πράγματα έπεφταν με δύναμη πάνω στο πακέτο τους και η διαδρομή ξανάρχιζε εξίσου απότομα. Φοβήθηκαν για το πόσο θα αντέξει το πλαστικό και για τον μικρό που πριν από λίγο απολάμβανε το φως των νέον και τώρα βρέθηκε κάτω από μια σάλτσα τομάτα που του πίεζε το λαρύγγι έτσι όπως είχε πέσει πάνω του. Ακόμα περισσότερο όμως φοβήθηκαν όταν ο άντρας άρχισε να προχωράει πιο αργά, να στέκεται για περισσότερη ώρα και ένας εφιαλτικός ήχος να ακούγεται ολοένα και πιο κοντά τους. Μπιπ μπιπ…

Ο μικρός ένιωσε να ελευθερώνεται από την τομάτα, ανέπνευσε ελεύθερος αλλά, προτού προλάβει να εκπνεύσει όλο το πακέτο, βρέθηκε στον αέρα και προσγειώθηκε απότομα σε κάτι που κινούταν. Ευτυχώς, αυτό το κάτι κινούταν προς μία κατεύθυνση μόνο. Το μπιπ μπιπ τους ξεκούφαινε. Έφτασε κι η σειρά τους, πριν ακούσουν όμως το μπιπ που τους αφορούσε ένα χέρι άρπαξε το πακέτο, το γύρισε πάνω κάτω, δεξιά αριστερά και μετά βρέθηκαν πάλι στο καρότσι. Αυτή τη φορά η τομάτα ήταν μακριά από τον μικρό, αλλά ένα πακέτο ρύζι πλάκωνε τον παππού και στη συνέχεια προσγειώθηκαν πάνω του μακαρόνια και κρεμμύδια.

Κάπως έτσι πέρασε κι όλη η διαδρομή μέχρι το καινούργιο τους σπίτι. Απ’ το εκτυφλωτικό φως του ήλιου στο απόλυτο σκοτάδι του πορτμπαγκάζ, μετά στο κρύο δάπεδο της εισόδου και πιο μετά πάνω στο μωσαϊκό, μέχρι πια, πολλή ώρα αργότερα, να βρουν κι αυτοί τη θέση τους στην καινούργια τους γειτονιά: Το ντουλάπι.


Το ντουλάπι, όταν επιτέλους τελείωσε η τακτοποίηση και η μουρμούρα της κυρίας, έμεινε σκοτεινό και ήσυχο. Ήσυχο; Όχι ακριβώς. Γιατί τότε ήταν που άρχισαν ψίθυροι στη μη ανθρώπινη γλώσσα. Στην αρχή, ο παππούς γκρίνιαζε για τη μελανιά που του ’κανε το ρύζι κι η μαμά, αφού βεβαιώθηκε πως κατά τα άλλα ήταν όλοι καλά, προσπάθησε να γνωριστεί με τους γείτονες. Σαμπουάν-για-βαμμένα-μαλλιά, Κοντίσιονερ-για-απαλά-μαλλιά, Οδοντόκρεμα-για-λευκά-δόντια, Σφουγγάρι-κατά-της-κυτταρίτιδας, Κρέμα-προσώπου-ημέρας, Κρέμα-προσώπου-απογεύματος, Κρέμα-προσώπου-νύχτας, Κρέμα-προσώπου-κατά-του-ήλιου, Κρέμα-προσώπου-κατά-των-ρυτίδων, Κολόνια-για-γυναίκες, Κολόνια-για-ακαταμάχητους-άντρες, Μάσκαρα-για-μακριές-βλεφαρίδες, Άι-λάινερ-για-βλέμμα-που-μαγνητίζει-και-σκοτώνει, Σκιά-για-λάμψη, Κραγιόν-για-χείλη-που-κολάζουν, Κονσίλερ-για-επιδερμίδα-αγάλματος, Ρουζ-για-μάγουλα-με-ζωντάνια… Έτσι ονομαζόντουσαν οι γείτονες.

Προσπάθησε να μάθει τα ονόματα των καινούργιων της συντρόφων, που, από ό,τι καταλάβαινε απ’ τα μακριά ονοματεπώνυμά τους, ήταν όλοι ισπανικής καταγωγής. Βέβαια, ο Σαμπουάν-για-βαμμένα-μαλλιά, λόγω ονόματος, θα μπορούσε να ήταν και από την Γαλλία. Δεν ήταν σίγουρη. Αλλά, από όπου και αν κρατούσε η σκούφια τους, δεν είχε πρόβλημα. Η ίδια ήταν βέρα Ελληνίδα, από τα Lidl, είχε πάνω στο πακέτο της και την ελληνική σημαία και δεν ένιωθε ρατσίστρια. Αρκεί να μην έτρωγαν πολλά χαμόν οι γείτονες και όλα τα πήγαιναν πολύ καλά! Έπιασε, λοιπόν, κουβέντα με τη Μάσκαρα-για-μακριές-βλεφαρίδες, κυρίως γιατί ένιωθε πως το πακέτο της την πλάκωνε και δεν ήθελε αυτή η ατυχής τοποθέτηση να δημιουργήσει προστριβές. Ευτυχώς, η Μάσκαρα αποδείχθηκε συνηθισμένη στα βάρη και πολύ φιλική.

Αυτός που δεν ήταν ιδιαίτερα συμπαθητικός και χώθηκε με το έτσι θέλω στην κουβέντα τους ήταν ο Άι-λάινερ-για-βλέμμα-που-μαγνητίζει-και-σκοτώνει. Από ό,τι της ψιθύρισε όμως η Μάσκαρα, γι’ αυτό έφταιγε που τελευταία είχε πέσει σε δυσμένεια, καθώς η κυρία του σπιτιού δεν έβγαινε πια έξω κι έτσι δεν τον χρησιμοποιούσε, καθώς, όπως επαναλάμβανε συχνά:

«Για ποιον να βαφτώ να με δει; Για σένα; Τα ’κανα αυτά κάποτε και κοίτα που κατάντησα… Εδώ, κλεισμένη μαζί σου εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο! Εγώ ήμουν για μεγάλα πράγματα και κλείστηκα σ’ ένα διαμέρισμα πενηντατριών τετραγωνικών μ’ έναν λεχρίτη που μόνο μπάλα ξέρει να βλέπει! Έχασα τα καλύτερά μου χρόνια, εκείνα που θα μπορούσα να βγαίνω και να καίω καρδιές, κλεισμένη μες στους τέσσερις τοίχους για σένα και τώρα θες και να σου βαφτώ για να σου σηκωθεί! Μην σώσει! Θα με κολλήσεις και τίποτα! Για τέτοια είμαστε; Ποιος θα μαγειρεύει μετά; Ποιος θα καθαρίζει το σπίτι; Θα πεθάνουμε απ’ τη βρώμα!»

Απόρησε πώς καταλάβαιναν τις συζητήσεις των ανθρώπων και ο Σαμπουάν-για-βαμμένα-μαλλιά, ένας πολύ ψηλός τύπος, της είπε ότι ζουν εδώ και χρόνια στο ντουλάπι και ότι κι εκείνη και η οικογένειά της προλαβαίνουν να μάθουν άπταιστα την ανθρώπινη γλώσσα αν εξασκηθούν.

«Η κυρά μας», συμπλήρωσε, «δεν τελειώνει τίποτα. Μόνο αγοράζει καινούργια προϊόντα, όπως οι κρέμες. Γι’ αυτό υπάρχουν όλων των ειδών».

Στη γλώσσα των ανθρώπων η αρρώστια της κυρίας τους λεγόταν Ματαιοδοξία. Η μαμά ανησύχησε αλλά η Κοντίσιονερ-για-απαλά-μαλλιά τη διαβεβαίωσε πως η αρρώστια αυτή δεν είχε τίποτα να κάνει με την αρρώστια που έφερε τους ίδιους εδώ. Ο Κορονοϊός μπορούσε να κολλήσει πάνω στα χαρτιά, ενώ η Ματαιοδοξία όχι.

Η ανησυχία της, βέβαια, δεν πέρασε μετά τα τελευταία νέα. Στο σούπερ-μάρκετ και στην αποθήκη που βρίσκονταν προηγουμένως δεν ήξεραν τι ακριβώς ήταν αυτός ο ιός. Είχαν καταλάβει μόνο ότι προκαλεί πολλές μετακομίσεις στα χαρτιά υγείας κι έτσι υπέθεταν ότι φέρνει διάρροια στους ανθρώπους, οπότε ένιωθαν περήφανοι για τη χρησιμότητά τους. Αλλά, όπως έσπευσε να την ενημερώσει η Κρέμα-προσώπου-κατά-του-ήλιου, ο ιός αυτός δεν είχε σχέση με τα γαστρεντερολογικά προβλήματα των ανθρώπων. Τους πνεύμονες πείραζε και, από ό,τι φαίνεται, και το μυαλό… Από την ώρα που άρχισε να ακούγεται συχνά μέσα στο σπίτι το όνομα του Κορονοϊού, υπήρχαν περισσότεροι καυγάδες, εντάσεις και προϊόντα από ό,τι συνήθως. «Δεν χωράμε πια στο ντουλάπι!» διαμαρτυρήθηκε. Και η Κοντίσιονερ-για-απαλά-μαλλιά συμπλήρωσε πως ήταν φρικτό να έχουν τον άντρα και τη γυναίκα όλη τη μέρα μέσα στο σπίτι. Δεν σταματούσαν να μιλούν και να καυγαδίζουν, άσε που άφηναν την τηλεόραση να παίζει ολημερίς… Και τι; Νέα δεν έλεγε, όλο την ίδια λέξη επαναλάμβαναν στα δελτία ειδήσεων.

Η μαμά αναρωτήθηκε αν στην τηλεόραση μιλούσαν για την άλλη αρρώστια, τη Ματαιοδοξία. Ο Κολόνια-για-ακαταμάχητους-άντρες πετάχτηκε και την ενημέρωσε πως για αυτή την αρρώστια δεν μιλούν στα δελτία ειδήσεων αλλά στις διαφημίσεις. Δεν κατάλαβε τι ακριβώς εννοούσε και του ζήτησε περισσότερες λεπτομέρειες. Της απάντησε τότε ότι κι ο ίδιος, όπως και τα περισσότερα προϊόντα μέσα στο ντουλάπι, βρέθηκαν εκεί λόγω αυτής της αρρώστιας. Ήταν ανίατη και οι ίδιοι βρίσκονταν εκεί απλώς για να την καλύπτουν. Αυτήν και την αδελφή της, την Ανασφάλεια. Άλλωστε, πήγαιναν συχνά μαζί αυτές οι δύο… «Η Ανασφάλεια», της εξήγησε, «είναι απόρροια του φόβου των ανθρώπων ότι δεν είναι όσο όμορφοι και υπέροχοι θα έπρεπε».

Η μαμά εκεί τα έχασε τελείως, γιατί δεν ήξερε ότι υπήρχε όριο ομορφιάς για τους ανθρώπους. Όλοι ίδιοι της φαινόντουσαν: δύο χέρια, δύο πόδια, ένα κεφάλι και πολλά διακοσμητικά. Ενημερώθηκε πως, παρ’ ότι δεν υπήρχε ένα πραγματικό, απτό όριο, υπήρχαν κάποιες σταθερές για τις οποίες ούτε ο ίδιος ο Κολόνια-για-ακαταμάχητους-άντρες καταλάβαινε πώς είχαν οριστεί. Απ’ ό,τι είδε στο ταξίδι του μέχρι αυτό το ντουλάπι, ελάχιστοι άνθρωποι έμοιαζαν με αυτά τα πρότυπα, παρ’ όλα αυτά όλοι οι άλλοι είχαν ως στόχο ζωής αυτές τις αξίες. Οι Κρέμες άρχισαν να διαμαρτύρονται, καθώς η άποψη αυτή κατέλυε τον λόγο ύπαρξής τους και ανησυχούσαν μήπως τις ακούσει η κυρία του σπιτιού και βρεθούν ξαφνικά άνεργες στα σκουπίδια.

«Για να ξαναγυρίσουμε, όμως, στο θέμα μας», ξαναπήρε τον λόγο ο Σαμπουάν-για-βαμμένα-μαλλιά, ο οποίος είχε μείνει σιωπηλός για αρκετή ώρα, «ο Κορονοϊός δεν έχει σχέση με τη Ματαιοδοξία ή την Ανασφάλεια».

Ο Κολόνια-για-ακαταμάχητους-άντρες ψιθύρισε πως δεν ήταν πολύ σίγουρος γι’ αυτό αλλά δεν συνέχισε την κουβέντα.

«Ο Κορονοϊός», συνέχισε ο Σαμπουάν-για-βαμμένα-μαλλιά, «είναι ένας ιός που μεταφέρεται από άνθρωπο σε άνθρωπο μέσω των υγρών του και γι’ αυτό μάλλον μένει και πάνω στα χαρτιά υγείας. Αλλά, μην ανησυχείτε, εσάς δεν σας επηρεάζει».

«Ο λόγος που οι άνθρωποι αγοράζουν τόσα χαρτιά υγείας», είπε η Κονσίλερ-για-επιδερμίδα-αγάλματος, η οποία δεν είχε πάρει μέρος στη συζήτηση ως τώρα, «είναι από φόβο. Φόβο μην χάσουν τον έλεγχο, φόβο για το τι μπορεί να τους συμβεί, φόβο για το πόσο θα κρατήσει… Γενικά, γιατί απλώς χέστηκαν από τον φόβο τους και μιας και δεν ξέρουν πώς να καθαρίσουν το μυαλό τους απ’ αυτόν τον φόβο, παίρνουν εσάς, τα χαρτιά υγείας, για να καθαρίσουν τον κώλο τους».

«Και συ τι ρόλο είχες μέχρι τώρα στη ζωή τους;» ρώτησε η καημένη η μαμά, που είχε θολώσει από την κουβέντα και τις καινούργιες πληροφορίες.

«Εγώ; Εγώ κάλυπτα τις ασχήμιες των προσώπων τους. Δυστυχώς, προϊόν για την ασχήμια των εγκεφάλων τους δεν έχει βγει ακόμα…»

Η μαμά είχε πια μπερδευτεί για τα καλά αλλά εκείνη τη στιγμή μπήκε στην τουαλέτα ο άντρας του σπιτιού και τους ανάγκασε να σωπάσουν, δίνοντάς της έτσι χρόνο για να χωνέψει τα νέα.

Λες να κινδύνευαν απ’ αυτόν τον ιό; Ή μήπως από τη Ματαιοδοξία; Δεν ακουγόταν λιγότερο επικίνδυνη αυτή… Αλλά οι γείτονες της είχαν πει με κατηγορηματικό τρόπο ότι δεν κινδύνευαν από κανέναν από αυτούς τους ιούς. Τόσο καιρό ζούσαν στο ντουλάπι, κάτι παραπάνω θα ’ξεραν. Κι αν ξέμεναν από δουλειά, όπως φοβόντουσαν οι Κρέμες; Όχι! Αυτή και η οικογένειά της είχαν ρόλο βασικό μόνιμο στη ζωή των ανθρώπων. Ήταν χρήσιμοι, ακόμα κι αν ο ιός δεν ήταν γαστρεντερολογικός. Ήταν απαραίτητοι στη ζωή όλων των ανθρώπων πάνω στη γη. Σιγά σιγά άρχισε να συνειδητοποιεί τη σημασία τους στη ζωή των ανθρώπων και το στήθος της φούσκωσε από περηφάνια. Ό,τι και αν γινόταν, οι άνθρωποι τους είχαν ανάγκη! Ήταν εξαρτημένοι απ’ αυτούς! Ήταν οι βασιλιάδες των ανθρώπων! Εξουσίαζαν τη Γη! Ήταν τα Χαρτιά Υγείας!

Αγκάλιασε το παιδί της, αυτό το πριγκιπόπουλο, κι έπεσε ήρεμη για ύπνο.


ΥΓ1: Αναγκάστηκα να γράψω τη μικρή αυτή ιστορία γιατί το συγκεκριμένο αγαθό με ενέπνευσε ιδιαιτέρως αυτή την περίοδο. Ως καλλιτέχνης, θα ήθελα να δημιουργήσω έργα από χαρτιά υγείας, όμως σε αυτές τις δύσκολες ώρες για εμάς και τα χαρτιά υγείας, δεν θα τολμούσα να σπαταλήσω ούτε ένα κομμάτι.


ΥΓ2: Ξεμείνατε από χαρτί υγείας; Θυμηθείτε τους παλιούς! Δεν είχαν καν, είχαν όμως νεράκι, υφάσματα που πλένονται και εφημερίδες για ενημέρωση και καθάρισμα στη στιγμή. Όλα θα πάνε καλά!


Αθήνα, Μάρτιος 2020


Recent Posts
Search By Tags
Follow Us
  • Instagram
  • Facebook Classic
bottom of page